- συμμαχώ
- allier
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συμμαχώ — συμμαχῶ, έω, ΝΜΑ [σύμμαχος] συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος νεοελλ. μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον τού… … Dictionary of Greek
συμμαχώ — συμμαχώ, συμμάχησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμμαχώ — συμμάχησα 1. είμαι σύμμαχος κάποιου, συνδέομαι με συμμαχία: Οι Σπαρτιάτες δε δίστασαν να συμμαχήσουν με τους Πέρσες εναντίον των άλλων Ελλήνων. 2. συνεργάζομαι με κάποιον εναντίον κάποιου άλλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμαχῶ — συμμαχέω to be an ally pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμμαχέω to be an ally pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συμμάχω — Σύμμαχος fighting along with masc nom/voc/acc dual Σύμμαχος fighting along with masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμάχω — σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συμμάχῳ — Σύμμαχος fighting along with masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμάχῳ — σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξυμμάχῳ — Συμμάχῳ , Σύμμαχος fighting along with masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμάχῳ — συμμάχῳ , σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συμμάχωι — Συμμάχῳ , Σύμμαχος fighting along with masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)